- ἑκατόγγυιος
- ἑκᾰτόγγυιος, -ον1 hundred-bodied i. e. hundred in number (but v. van Groningen, Pindare au Banquet, 41.) φορβάδων κορᾶν ἀγέλαν ἑκατόγγυιον λτ;γτ;ενοφῶν ἐπάγαγ fr. 122. 19.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
εκατόγγυιος — ἑκατόγγυιος, ον (Α) αυτός που αποτελείται από εκατό μέλη ή σώματα … Dictionary of Greek
ἑκατόγγυιον — ἑκατόγγυιος with a hundred limbs masc/fem acc sg ἑκατόγγυιος with a hundred limbs neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εκατό — οι, τα (AM ἑκατόν, οι, αι, τα Α και αρκαδικός τύπος ἑκατόν) 1. απόλυτο αριθμητικό που δηλώνει την ποσότητα τών δέκα δεκάδων 2. στρογγυλός αριθμός που εκφράζει αόριστο πλήθος ή μεγάλο αριθμό νεοελλ. 1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εκατό το εκατοστό… … Dictionary of Greek